Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νεμεσίζομαι
νέμεσις
νεμέτωρ
νέμος
νέμω
νεοάλωτος
νεοαρδής
νεόγαμος
νεογενής
νεογιλός
νεογνός
νεόγονος
νεόγραφος
νεόγυιος
νεοδαμώδης
νεόδαρτος
νεοδίδακτος
νεοδμής
νεόδμητος
νεόδμητος2
νεόδρεπτος
View word page
νεογνός
νεογνός νεογνός, όν contr. for νεόγονος, Hdt., Aesch., etc.

ShortDef

newly born (νεόγονος, νεογενής)

Debugging

Headword:
νεογνός
Headword (normalized):
νεογνός
Headword (normalized/stripped):
νεογνος
IDX:
22009
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22031
Key:
neogno/s

Data

{'content': 'νεογνός\n νεογνός, όν\n contr. for νεόγονος, Hdt., Aesch., etc.', 'key': 'neogno/s'}