Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νεμεσητός
νεμεσίζομαι
νέμεσις
νεμέτωρ
νέμος
νέμω
νεοάλωτος
νεοαρδής
νεόγαμος
νεογενής
νεογιλός
νεογνός
νεόγονος
νεόγραφος
νεόγυιος
νεοδαμώδης
νεόδαρτος
νεοδίδακτος
νεοδμής
νεόδμητος
νεόδμητος2
View word page
νεογιλός
νεογιλός νεο-γῑλός, ή, όν new-born, young, Od., Theocr. deriv. uncertain
ShortDef
new-born, young
Debugging
Headword:
νεογιλός
Headword (normalized):
νεογιλός
Headword (normalized/stripped):
νεογιλος
IDX:
22008
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22030
Key:
neogilo/s
Data
{'content': 'νεογιλός\n νεο-γῑλός, ή, όν\n new-born, young, Od., Theocr.\n deriv. uncertain', 'key': 'neogilo/s'}