Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀναζωγρέω
ἀναζώννυμι
ἀναζωπυρέω
ἀναθάλλω
ἀναθαρσέω
ἀναθαρσύνω
ἀνάθεμα
ἀναθεματίζω
ἀναθερμαίνω
ἀναθετέος
ἀναθηλέω
ἀνάθημα
ἀναθλίβω
ἄναθλος
ἀναθορυβέω
ἀνάθρεμμα
ἀναθρέω
ἀναθρῴσκω
ἀναθυμιάω
ἀναίδεια
ἀναιδεύομαι
View word page
ἀναθηλέω
ἀναθηλέω θάλλω to sprout afresh, Il.

ShortDef

to sprout afresh

Debugging

Headword:
ἀναθηλέω
Headword (normalized):
ἀναθηλέω
Headword (normalized/stripped):
αναθηλεω
IDX:
2202
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2203
Key:
a)naqhle/w

Data

{'content': 'ἀναθηλέω\n θάλλω\n to sprout afresh, Il.', 'key': 'a)naqhle/w'}