Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νεμεσητικός
νεμεσητός
νεμεσίζομαι
νέμεσις
νεμέτωρ
νέμος
νέμω
νεοάλωτος
νεοαρδής
νεόγαμος
νεογενής
νεογιλός
νεογνός
νεόγονος
νεόγραφος
νεόγυιος
νεοδαμώδης
νεόδαρτος
νεοδίδακτος
νεοδμής
νεόδμητος
View word page
νεογενής
νεογενής νεο-γενής, ές γίγνομαι new-born, Aesch., Plat.

ShortDef

new-born

Debugging

Headword:
νεογενής
Headword (normalized):
νεογενής
Headword (normalized/stripped):
νεογενης
IDX:
22007
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22029
Key:
neogenh/s

Data

{'content': 'νεογενής\n νεο-γενής, ές\n γίγνομαι\n new-born, Aesch., Plat.', 'key': 'neogenh/s'}