Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νεμεσάω
νεμεσητικός
νεμεσητός
νεμεσίζομαι
νέμεσις
νεμέτωρ
νέμος
νέμω
νεοάλωτος
νεοαρδής
νεόγαμος
νεογενής
νεογιλός
νεογνός
νεόγονος
νεόγραφος
νεόγυιος
νεοδαμώδης
νεόδαρτος
νεοδίδακτος
νεοδμής
View word page
νεόγαμος
νεόγαμος νεό-γᾰμος, ον newly married, a young husband or wife, Hdt.; ν. νύμφη, κόρη Aesch., Eur.
ShortDef
newly married, a young husband
Debugging
Headword:
νεόγαμος
Headword (normalized):
νεόγαμος
Headword (normalized/stripped):
νεογαμος
IDX:
22006
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22028
Key:
neo/gamos
Data
{'content': 'νεόγαμος\n νεό-γᾰμος, ον\n newly married, a young husband or wife, Hdt.; ν. νύμφη, κόρη Aesch., Eur.', 'key': 'neo/gamos'}