Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Νέμειος
νεμεσάω
νεμεσητικός
νεμεσητός
νεμεσίζομαι
νέμεσις
νεμέτωρ
νέμος
νέμω
νεοάλωτος
νεοαρδής
νεόγαμος
νεογενής
νεογιλός
νεογνός
νεόγονος
νεόγραφος
νεόγυιος
νεοδαμώδης
νεόδαρτος
νεοδίδακτος
View word page
νεοαρδής
νεοαρδής νεο-αρδής, ές ἄρδω newly watered, Il.

ShortDef

newly watered

Debugging

Headword:
νεοαρδής
Headword (normalized):
νεοαρδής
Headword (normalized/stripped):
νεοαρδης
IDX:
22005
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22027
Key:
neoardh/s

Data

{'content': 'νεοαρδής\n νεο-αρδής, ές\n ἄρδω\n newly watered, Il.', 'key': 'neoardh/s'}