Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νεμέθω
Νέμειος
νεμεσάω
νεμεσητικός
νεμεσητός
νεμεσίζομαι
νέμεσις
νεμέτωρ
νέμος
νέμω
νεοάλωτος
νεοαρδής
νεόγαμος
νεογενής
νεογιλός
νεογνός
νεόγονος
νεόγραφος
νεόγυιος
νεοδαμώδης
νεόδαρτος
View word page
νεοάλωτος
νεοάλωτος νεο-άλωτος (ᾰ), ον = νεάλωτος, Hdt.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
νεοάλωτος
Headword (normalized):
νεοάλωτος
Headword (normalized/stripped):
νεοαλωτος
IDX:
22004
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22026
Key:
neoa/lwtos
Data
{'content': 'νεοάλωτος\n νεο-άλωτος (ᾰ), ον\n = νεάλωτος, Hdt.', 'key': 'neoa/lwtos'}