Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νεκυηγός
νέκυια
νεκυομαντεῖον
νεκυοστόλος
νέκυς
Νεμέα
Νεμεάς
νεμέθω
Νέμειος
νεμεσάω
νεμεσητικός
νεμεσητός
νεμεσίζομαι
νέμεσις
νεμέτωρ
νέμος
νέμω
νεοάλωτος
νεοαρδής
νεόγαμος
νεογενής
View word page
νεμεσητικός
νεμεσητικός from νεμεσάω νεμεσητικός, ή, όν disposed to just indignation, Arist.
ShortDef
disposed to just indignation
Debugging
Headword:
νεμεσητικός
Headword (normalized):
νεμεσητικός
Headword (normalized/stripped):
νεμεσητικος
IDX:
21997
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22019
Key:
nemeshtiko/s
Data
{'content': 'νεμεσητικός\n from νεμεσάω\n νεμεσητικός, ή, όν\n disposed to just indignation, Arist.', 'key': 'nemeshtiko/s'}