Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νεκτάρεος
νέκταρ
νεκυηγός
νέκυια
νεκυομαντεῖον
νεκυοστόλος
νέκυς
Νεμέα
Νεμεάς
νεμέθω
Νέμειος
νεμεσάω
νεμεσητικός
νεμεσητός
νεμεσίζομαι
νέμεσις
νεμέτωρ
νέμος
νέμω
νεοάλωτος
νεοαρδής
View word page
Νέμειος
Νέμειος Νέμειος, α, ον Nemean, Eur., etc.; also Νέμεος, Theocr.; Νεμειαῖος, Hes.; Νεμεαῖος, Pind.

ShortDef

Nemean

Debugging

Headword:
Νέμειος
Headword (normalized):
νέμειος
Headword (normalized/stripped):
νεμειος
IDX:
21995
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22017
Key:
*ne/meios

Data

{'content': 'Νέμειος\n Νέμειος, α, ον\n Nemean, Eur., etc.; also Νέμεος, Theocr.; Νεμειαῖος, Hes.; Νεμεαῖος, Pind.', 'key': '*ne/meios'}