Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νεκροφόρος
νεκρόω
νεκρώδης
νεκρών
νέκρωσις
νεκτάρεος
νέκταρ
νεκυηγός
νέκυια
νεκυομαντεῖον
νεκυοστόλος
νέκυς
Νεμέα
Νεμεάς
νεμέθω
Νέμειος
νεμεσάω
νεμεσητικός
νεμεσητός
νεμεσίζομαι
νέμεσις
View word page
νεκυοστόλος
νεκυοστόλος νεκυο-στόλος, ον στέλλω ferrying the dead, of Charon, Anth. bearing the dead, of a bier, Anth.

ShortDef

ferrying the dead

Debugging

Headword:
νεκυοστόλος
Headword (normalized):
νεκυοστόλος
Headword (normalized/stripped):
νεκυοστολος
IDX:
21990
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22012
Key:
nekuosto/los

Data

{'content': 'νεκυοστόλος\n νεκυο-στόλος, ον\n στέλλω\n ferrying the dead, of Charon, Anth.\n bearing the dead, of a bier, Anth.', 'key': 'nekuosto/los'}