Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀναζέω
ἀναζητέω
ἀναζωγρέω
ἀναζώννυμι
ἀναζωπυρέω
ἀναθάλλω
ἀναθαρσέω
ἀναθαρσύνω
ἀνάθεμα
ἀναθεματίζω
ἀναθερμαίνω
ἀναθετέος
ἀναθηλέω
ἀνάθημα
ἀναθλίβω
ἄναθλος
ἀναθορυβέω
ἀνάθρεμμα
ἀναθρέω
ἀναθρῴσκω
ἀναθυμιάω
View word page
ἀναθερμαίνω
ἀναθερμαίνω to warm up, heat again, Anth.
ShortDef
to warm up, heat again
Debugging
Headword:
ἀναθερμαίνω
Headword (normalized):
ἀναθερμαίνω
Headword (normalized/stripped):
αναθερμαινω
IDX:
2200
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2201
Key:
a)naqermai/nw
Data
{'content': 'ἀναθερμαίνω\n to warm up, heat again, Anth.', 'key': 'a)naqermai/nw'}