Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νεκροστόλος
νεκροσυλία
νεκροφόνος
νεκροφόρος
νεκρόω
νεκρώδης
νεκρών
νέκρωσις
νεκτάρεος
νέκταρ
νεκυηγός
νέκυια
νεκυομαντεῖον
νεκυοστόλος
νέκυς
Νεμέα
Νεμεάς
νεμέθω
Νέμειος
νεμεσάω
νεμεσητικός
View word page
νεκυηγός
νεκυηγός νεκυ-ηγός, όν ἄγω = νεκραγωγός, Anth.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νεκυηγός
Headword (normalized):
νεκυηγός
Headword (normalized/stripped):
νεκυηγος
IDX:
21987
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22009
Key:
nekuhgo/s

Data

{'content': 'νεκυηγός\n νεκυ-ηγός, όν\n ἄγω\n = νεκραγωγός, Anth.', 'key': 'nekuhgo/s'}