Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νεκρόπολις
νεκροπομπός
νεκρός
νεκροστολέω
νεκροστόλος
νεκροσυλία
νεκροφόνος
νεκροφόρος
νεκρόω
νεκρώδης
νεκρών
νέκρωσις
νεκτάρεος
νέκταρ
νεκυηγός
νέκυια
νεκυομαντεῖον
νεκυοστόλος
νέκυς
Νεμέα
Νεμεάς
View word page
νεκρών
νεκρών νεκρών, ῶνος, ὁ, νεκρός a burial-place, Anth.

ShortDef

a burial-place

Debugging

Headword:
νεκρών
Headword (normalized):
νεκρών
Headword (normalized/stripped):
νεκρων
IDX:
21983
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22005
Key:
nekrw/n

Data

{'content': 'νεκρών\n νεκρών, ῶνος, ὁ,\n νεκρός\n a burial-place, Anth.', 'key': 'nekrw/n'}