Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νεκρομαντεῖον
νεκρόπολις
νεκροπομπός
νεκρός
νεκροστολέω
νεκροστόλος
νεκροσυλία
νεκροφόνος
νεκροφόρος
νεκρόω
νεκρώδης
νεκρών
νέκρωσις
νεκτάρεος
νέκταρ
νεκυηγός
νέκυια
νεκυομαντεῖον
νεκυοστόλος
νέκυς
Νεμέα
View word page
νεκρώδης
νεκρώδης νεκρ-ώδης, ες εἶδος corpse-like, Luc.

ShortDef

corpse-like

Debugging

Headword:
νεκρώδης
Headword (normalized):
νεκρώδης
Headword (normalized/stripped):
νεκρωδης
IDX:
21982
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22004
Key:
nekrw/dhs

Data

{'content': 'νεκρώδης\n νεκρ-ώδης, ες\n εἶδος\n corpse-like, Luc.', 'key': 'nekrw/dhs'}