Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἄγλις
ἄγλωσσος
ἆγμα
ἀγμός
ἄγναμπτος
ἄγναφος
ἁγνεία
ἅγνευμα
ἁγνεύω
ἁγνίζω
ἅγνισμα
ἁγνιστέος
ἀγνοέω
ἀγνόημα
ἄγνοια
ἁγνόρυτος
ἄγνος
ἁγνός
ἁγνότης
ἄγνυμι
ἀγνωμονέω
View word page
ἅγνισμα
ἅγνισμα from ἁγνίζω a purification, expiation, Aesch.
ShortDef
a purification, expiation
Debugging
Headword:
ἅγνισμα
Headword (normalized):
ἅγνισμα
Headword (normalized/stripped):
αγνισμα
IDX:
220
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n220
Key:
a(/gnisma
Data
{'content': 'ἅγνισμα\n from ἁγνίζω\n a purification, expiation, Aesch.', 'key': 'a(/gnisma'}