Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀβάσκαντος
ἀβάστακτος
ἄβατος
ἀββα
Ἀβδηρίτης
Ἀβδηριτικός
ἀβέβαιος
ἀβέβηλος
ἀβελτερία
ἀβέλτερος
ἀβίαστος
ἄβιος
ἀβίωτος
ἀβλάβεια
ἀβλαβής
ἀβλέφαρος
ἀβλής
ἄβλητος
ἀβληχής
ἀβληχρός
ἀβληχρώδης
View word page
ἀβίαστος
ἀβίαστος βιάζω unforced, without violence, Plat.

ShortDef

unforced, without violence

Debugging

Headword:
ἀβίαστος
Headword (normalized):
ἀβίαστος
Headword (normalized/stripped):
αβιαστος
IDX:
22
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22
Key:
a)bi/astos

Data

{'content': 'ἀβίαστος\n βιάζω\n unforced, without violence, Plat.', 'key': 'a)bi/astos'}