Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νειός
νειοτομεύς
νεῖρα
νεκάς
νεκράγγελος
νεκραγωγέω
νεκραγωγός
νεκρακαδήμεια
νεκρικός
νεκροβαρής
νεκροδέγμων
νεκροδόκος
νεκροδοχεῖον
νεκροκορίνθια
νεκρομαντεῖον
νεκρόπολις
νεκροπομπός
νεκρός
νεκροστολέω
νεκροστόλος
νεκροσυλία
View word page
νεκροδέγμων
νεκροδέγμων νεκρο-δέγμων, ον, δέχομαι receiving the dead, Aesch.
ShortDef
receiving the dead
Debugging
Headword:
νεκροδέγμων
Headword (normalized):
νεκροδέγμων
Headword (normalized/stripped):
νεκροδεγμων
IDX:
21968
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21990
Key:
nekrode/gmwn
Data
{'content': 'νεκροδέγμων\n νεκρο-δέγμων, ον,\n δέχομαι\n receiving the dead, Aesch.', 'key': 'nekrode/gmwn'}