Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νειοποιέω
νειός
νειοτομεύς
νεῖρα
νεκάς
νεκράγγελος
νεκραγωγέω
νεκραγωγός
νεκρακαδήμεια
νεκρικός
νεκροβαρής
νεκροδέγμων
νεκροδόκος
νεκροδοχεῖον
νεκροκορίνθια
νεκρομαντεῖον
νεκρόπολις
νεκροπομπός
νεκρός
νεκροστολέω
νεκροστόλος
View word page
νεκροβαρής
νεκροβαρής νεκρο-βᾰρής, ές βαρύς laden with the dead, Anth.

ShortDef

laden with the dead

Debugging

Headword:
νεκροβαρής
Headword (normalized):
νεκροβαρής
Headword (normalized/stripped):
νεκροβαρης
IDX:
21967
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21989
Key:
nekrobarh/s

Data

{'content': 'νεκροβαρής\n νεκρο-βᾰρής, ές\n βαρύς\n laden with the dead, Anth.', 'key': 'nekrobarh/s'}