Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Νειλώτης
νειόθεν
νειόθι
νειοκόρος
νειοποιέω
νειός
νειοτομεύς
νεῖρα
νεκάς
νεκράγγελος
νεκραγωγέω
νεκραγωγός
νεκρακαδήμεια
νεκρικός
νεκροβαρής
νεκροδέγμων
νεκροδόκος
νεκροδοχεῖον
νεκροκορίνθια
νεκρομαντεῖον
νεκρόπολις
View word page
νεκραγωγέω
νεκραγωγέω νεκρᾰγωγέω, fut. -ήσω to conduct the dead, Luc. from νεκρᾰγωγός

ShortDef

to conduct the dead

Debugging

Headword:
νεκραγωγέω
Headword (normalized):
νεκραγωγέω
Headword (normalized/stripped):
νεκραγωγεω
IDX:
21963
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21985
Key:
nekragwge/w

Data

{'content': 'νεκραγωγέω\n νεκρᾰγωγέω,\n fut. -ήσω\n to conduct the dead, Luc.\n from νεκρᾰγωγός', 'key': 'nekragwge/w'}