Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Νεῖλος
Νειλωΐς
Νειλώτης
νειόθεν
νειόθι
νειοκόρος
νειοποιέω
νειός
νειοτομεύς
νεῖρα
νεκάς
νεκράγγελος
νεκραγωγέω
νεκραγωγός
νεκρακαδήμεια
νεκρικός
νεκροβαρής
νεκροδέγμων
νεκροδόκος
νεκροδοχεῖον
νεκροκορίνθια
View word page
νεκάς
νεκάς νεκάς, άδος, νέκυς a heap of slain, ἐν αἰνῇσιν νεκάδεσσιν (Epic dat. pl.) Il.

ShortDef

a heap of slain

Debugging

Headword:
νεκάς
Headword (normalized):
νεκάς
Headword (normalized/stripped):
νεκας
IDX:
21961
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21983
Key:
neka/s

Data

{'content': 'νεκάς\n νεκάς, άδος,\n νέκυς\n a heap of slain, ἐν αἰνῇσιν νεκάδεσσιν (Epic dat. pl.) Il.', 'key': 'neka/s'}