Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Νειλομέτριον
Νειλόρυτος
Νεῖλος
Νειλωΐς
Νειλώτης
νειόθεν
νειόθι
νειοκόρος
νειοποιέω
νειός
νειοτομεύς
νεῖρα
νεκάς
νεκράγγελος
νεκραγωγέω
νεκραγωγός
νεκρακαδήμεια
νεκρικός
νεκροβαρής
νεκροδέγμων
νεκροδόκος
View word page
νειοτομεύς
νειοτομεύς νειο-τομεύς, έως, τέμνω one who breaks up a fallow, Anth.
ShortDef
one who breaks up a fallow
Debugging
Headword:
νειοτομεύς
Headword (normalized):
νειοτομεύς
Headword (normalized/stripped):
νειοτομευς
IDX:
21959
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21981
Key:
neiotomeu/s
Data
{'content': 'νειοτομεύς\n νειο-τομεύς, έως,\n τέμνω\n one who breaks up a fallow, Anth.', 'key': 'neiotomeu/s'}