Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Νειλογενής
Νειλομέτριον
Νειλόρυτος
Νεῖλος
Νειλωΐς
Νειλώτης
νειόθεν
νειόθι
νειοκόρος
νειοποιέω
νειός
νειοτομεύς
νεῖρα
νεκάς
νεκράγγελος
νεκραγωγέω
νεκραγωγός
νεκρακαδήμεια
νεκρικός
νεκροβαρής
νεκροδέγμων
View word page
νειός
νειός νειός, Lat. novale, new land, i. e. land ploughed up anew after being left fallow, fallow-land, Il.; νειὸς τρίπολος a thrice-ploughed fallow, Hom.: in Attic also νεός, Xen.

ShortDef

fallow land

Debugging

Headword:
νειός
Headword (normalized):
νειός
Headword (normalized/stripped):
νειος
IDX:
21958
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21980
Key:
neio/s

Data

{'content': 'νειός\n νειός,\n Lat. novale, new land, i. e. land ploughed up anew after being left fallow, fallow-land, Il.; νειὸς τρίπολος a thrice-ploughed fallow, Hom.: in Attic also νεός, Xen.', 'key': 'neio/s'}