Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀναζάω
ἀναζεύγνυμι
ἀνάζευξις
ἀναζέω
ἀναζητέω
ἀναζωγρέω
ἀναζώννυμι
ἀναζωπυρέω
ἀναθάλλω
ἀναθαρσέω
ἀναθαρσύνω
ἀνάθεμα
ἀναθεματίζω
ἀναθερμαίνω
ἀναθετέος
ἀναθηλέω
ἀνάθημα
ἀναθλίβω
ἄναθλος
ἀναθορυβέω
ἀνάθρεμμα
View word page
ἀναθαρσύνω
ἀναθαρσύνω to fill with fresh courage, Xen. intr. = ἀναθαρσέω, Plut.

ShortDef

to fill with fresh courage

Debugging

Headword:
ἀναθαρσύνω
Headword (normalized):
ἀναθαρσύνω
Headword (normalized/stripped):
αναθαρσυνω
IDX:
2197
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2198
Key:
a)naqarsu/nw

Data

{'content': 'ἀναθαρσύνω\n to fill with fresh courage, Xen.\n intr. = ἀναθαρσέω, Plut.', 'key': 'a)naqarsu/nw'}