Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Νειλαιεύς
Νειλογενής
Νειλομέτριον
Νειλόρυτος
Νεῖλος
Νειλωΐς
Νειλώτης
νειόθεν
νειόθι
νειοκόρος
νειοποιέω
νειός
νειοτομεύς
νεῖρα
νεκάς
νεκράγγελος
νεκραγωγέω
νεκραγωγός
νεκρακαδήμεια
νεκρικός
νεκροβαρής
View word page
νειοποιέω
νειοποιέω νειο-ποιέω, fut. -ήσω to take a green crop off a field, by which it is freshened and prepared for corn, Xen.
ShortDef
to take a green crop off
Debugging
Headword:
νειοποιέω
Headword (normalized):
νειοποιέω
Headword (normalized/stripped):
νειοποιεω
IDX:
21957
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21979
Key:
neiopoie/w
Data
{'content': 'νειοποιέω\n νειο-ποιέω,\n fut. -ήσω\n to take a green crop off a field, by which it is freshened and prepared for corn, Xen.', 'key': 'neiopoie/w'}