Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νεήφατος
νείαιρα
νεικεστήρ
νεικέω
νείκη
νεῖκος
Νειλαιεύς
Νειλογενής
Νειλομέτριον
Νειλόρυτος
Νεῖλος
Νειλωΐς
Νειλώτης
νειόθεν
νειόθι
νειοκόρος
νειοποιέω
νειός
νειοτομεύς
νεῖρα
νεκάς
View word page
Νεῖλος
Νεῖλος Νεῖλος, ὁ, the Nile, first in Hes.;—in Hom. the river is called Αἴγυπτος.
ShortDef
the Nile
Debugging
Headword:
Νεῖλος
Headword (normalized):
νεῖλος
Headword (normalized/stripped):
νειλος
IDX:
21951
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21973
Key:
*nei=los
Data
{'content': 'Νεῖλος\n Νεῖλος, ὁ,\n the Nile, first in Hes.;—in Hom. the river is called Αἴγυπτος.', 'key': '*nei=los'}