Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νεήτομος
νεήφατος
νείαιρα
νεικεστήρ
νεικέω
νείκη
νεῖκος
Νειλαιεύς
Νειλογενής
Νειλομέτριον
Νειλόρυτος
Νεῖλος
Νειλωΐς
Νειλώτης
νειόθεν
νειόθι
νειοκόρος
νειοποιέω
νειός
νειοτομεύς
νεῖρα
View word page
Νειλόρυτος
Νειλόρυτος Νειλό-ρῠτος, ον ῥέω watered by the Nile, Anth.

ShortDef

watered by the Nile

Debugging

Headword:
Νειλόρυτος
Headword (normalized):
νειλόρυτος
Headword (normalized/stripped):
νειλορυτος
IDX:
21950
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21972
Key:
*neilo/rutos

Data

{'content': 'Νειλόρυτος\n Νειλό-ρῠτος, ον\n ῥέω\n watered by the Nile, Anth.', 'key': '*neilo/rutos'}