Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νεηθαλής
νεήκης
νεηκονής
νεήλατος
νέηλυς
νεήτομος
νεήφατος
νείαιρα
νεικεστήρ
νεικέω
νείκη
νεῖκος
Νειλαιεύς
Νειλογενής
Νειλομέτριον
Νειλόρυτος
Νεῖλος
Νειλωΐς
Νειλώτης
νειόθεν
νειόθι
View word page
νείκη
νείκη νείκη, ἡ, = νεῖκος, Aesch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
νείκη
Headword (normalized):
νείκη
Headword (normalized/stripped):
νεικη
IDX:
21945
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21967
Key:
nei/kh
Data
{'content': 'νείκη\n νείκη, ἡ,\n = νεῖκος, Aesch.', 'key': 'nei/kh'}