Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νεβρώδης
νεηγενής
νεηθαλής
νεήκης
νεηκονής
νεήλατος
νέηλυς
νεήτομος
νεήφατος
νείαιρα
νεικεστήρ
νεικέω
νείκη
νεῖκος
Νειλαιεύς
Νειλογενής
Νειλομέτριον
Νειλόρυτος
Νεῖλος
Νειλωΐς
Νειλώτης
View word page
νεικεστήρ
νεικεστήρ νεικεστήρ, ῆρος, ὁ, one who wrangles with another, c. gen., Hes. from νεικέω

ShortDef

one who wrangles with

Debugging

Headword:
νεικεστήρ
Headword (normalized):
νεικεστήρ
Headword (normalized/stripped):
νεικεστηρ
IDX:
21943
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21965
Key:
neikesth/r

Data

{'content': 'νεικεστήρ\n νεικεστήρ, ῆρος, ὁ,\n one who wrangles with another, c. gen., Hes.\n from νεικέω', 'key': 'neikesth/r'}