Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νεβρός
νεβρώδης
νεηγενής
νεηθαλής
νεήκης
νεηκονής
νεήλατος
νέηλυς
νεήτομος
νεήφατος
νείαιρα
νεικεστήρ
νεικέω
νείκη
νεῖκος
Νειλαιεύς
Νειλογενής
Νειλομέτριον
Νειλόρυτος
Νεῖλος
Νειλωΐς
View word page
νείαιρα
νείαιρα irreg. fem. comp. (cf. πρέσβειρα) of νέος, as νέατος, νείατος is Sup. lower, νειαίρῃ δʼ ἐν γαστρί in the lower part of the belly, Il.

ShortDef

lower

Debugging

Headword:
νείαιρα
Headword (normalized):
νείαιρα
Headword (normalized/stripped):
νειαιρα
IDX:
21942
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21964
Key:
nei/aira

Data

{'content': 'νείαιρα\n irreg. fem. comp. (cf. πρέσβειρα) of νέος, as νέατος, νείατος is Sup.\n lower, νειαίρῃ δʼ ἐν γαστρί in the lower part of the belly, Il.', 'key': 'nei/aira'}