Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νεβρίζω
νεβρίς
νεβρός
νεβρώδης
νεηγενής
νεηθαλής
νεήκης
νεηκονής
νεήλατος
νέηλυς
νεήτομος
νεήφατος
νείαιρα
νεικεστήρ
νεικέω
νείκη
νεῖκος
Νειλαιεύς
Νειλογενής
Νειλομέτριον
Νειλόρυτος
View word page
νεήτομος
νεήτομος νεή-τομος, ον τέμνω castrated when young, Anth.

ShortDef

castrated when young

Debugging

Headword:
νεήτομος
Headword (normalized):
νεήτομος
Headword (normalized/stripped):
νεητομος
IDX:
21940
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21962
Key:
neh/tomos

Data

{'content': 'νεήτομος\n νεή-τομος, ον\n τέμνω\n castrated when young, Anth.', 'key': 'neh/tomos'}