Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νεβριδόπεπλος
νεβρίζω
νεβρίς
νεβρός
νεβρώδης
νεηγενής
νεηθαλής
νεήκης
νεηκονής
νεήλατος
νέηλυς
νεήτομος
νεήφατος
νείαιρα
νεικεστήρ
νεικέω
νείκη
νεῖκος
Νειλαιεύς
Νειλογενής
Νειλομέτριον
View word page
νέηλυς
νέηλυς νέ-ηλῠς, ῠδος, ὁ, ἡ, ἤλυθον, aor2 of ἔρχομαι newly come, a new-comer, Il., Hdt.

ShortDef

newly come, a new-comer

Debugging

Headword:
νέηλυς
Headword (normalized):
νέηλυς
Headword (normalized/stripped):
νεηλυς
IDX:
21939
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21961
Key:
ne/hlus

Data

{'content': 'νέηλυς\n νέ-ηλῠς, ῠδος, ὁ, ἡ,\n ἤλυθον, aor2 of ἔρχομαι\n newly come, a new-comer, Il., Hdt.', 'key': 'ne/hlus'}