Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νεατός
νεάω
νέβρειος
νεβριδόπεπλος
νεβρίζω
νεβρίς
νεβρός
νεβρώδης
νεηγενής
νεηθαλής
νεήκης
νεηκονής
νεήλατος
νέηλυς
νεήτομος
νεήφατος
νείαιρα
νεικεστήρ
νεικέω
νείκη
νεῖκος
View word page
νεήκης
νεήκης νεηκής, ές ἀκη newly whetted or sharpened, Il.

ShortDef

newly whetted

Debugging

Headword:
νεήκης
Headword (normalized):
νεήκης
Headword (normalized/stripped):
νεηκης
IDX:
21936
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21958
Key:
nehkh/s

Data

{'content': 'νεήκης\n νεηκής, ές\n ἀκη\n newly whetted or sharpened, Il.', 'key': 'nehkh/s'}