Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νεάτη
νέατος
νεατός
νεάω
νέβρειος
νεβριδόπεπλος
νεβρίζω
νεβρίς
νεβρός
νεβρώδης
νεηγενής
νεηθαλής
νεήκης
νεηκονής
νεήλατος
νέηλυς
νεήτομος
νεήφατος
νείαιρα
νεικεστήρ
νεικέω
View word page
νεηγενής
νεηγενής νεη-γενής, ές γίγνομαι Ionic for νεᾱγενής new-born, just born, Od.

ShortDef

new-born, just born

Debugging

Headword:
νεηγενής
Headword (normalized):
νεηγενής
Headword (normalized/stripped):
νεηγενης
IDX:
21934
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21956
Key:
nehgenh/s

Data

{'content': 'νεηγενής\n νεη-γενής, ές\n γίγνομαι\n Ionic for νεᾱγενής\n new-born, just born, Od.', 'key': 'nehgenh/s'}