Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νεαρός
νεάτη
νέατος
νεατός
νεάω
νέβρειος
νεβριδόπεπλος
νεβρίζω
νεβρίς
νεβρός
νεβρώδης
νεηγενής
νεηθαλής
νεήκης
νεηκονής
νεήλατος
νέηλυς
νεήτομος
νεήφατος
νείαιρα
νεικεστήρ
View word page
νεβρώδης
νεβρώδης νεβρ-ώδης, ες εἶδος fawn-like, of Bacchus, Anth.

ShortDef

fawn-like

Debugging

Headword:
νεβρώδης
Headword (normalized):
νεβρώδης
Headword (normalized/stripped):
νεβρωδης
IDX:
21933
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21955
Key:
nebrw/dhs

Data

{'content': 'νεβρώδης\n νεβρ-ώδης, ες\n εἶδος\n fawn-like, of Bacchus, Anth.', 'key': 'nebrw/dhs'}