Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νεαοιδός
Νεάπολις
νεαρός
νεάτη
νέατος
νεατός
νεάω
νέβρειος
νεβριδόπεπλος
νεβρίζω
νεβρίς
νεβρός
νεβρώδης
νεηγενής
νεηθαλής
νεήκης
νεηκονής
νεήλατος
νέηλυς
νεήτομος
νεήφατος
View word page
νεβρίς
νεβρίς νεβρίς, ίδος, ἡ, a fawnskin, esp. as the dress of Bacchus and the Bacchantes, Eur.
ShortDef
a fawnskin
Debugging
Headword:
νεβρίς
Headword (normalized):
νεβρίς
Headword (normalized/stripped):
νεβρις
IDX:
21931
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21953
Key:
nebri/s
Data
{'content': 'νεβρίς\n νεβρίς, ίδος, ἡ,\n a fawnskin, esp. as the dress of Bacchus and the Bacchantes, Eur.', 'key': 'nebri/s'}