Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνάδυσις
ἀνάεδνος
ἀναείρω
ἀνάελπτος
ἀναζάω
ἀναζεύγνυμι
ἀνάζευξις
ἀναζέω
ἀναζητέω
ἀναζωγρέω
ἀναζώννυμι
ἀναζωπυρέω
ἀναθάλλω
ἀναθαρσέω
ἀναθαρσύνω
ἀνάθεμα
ἀναθεματίζω
ἀναθερμαίνω
ἀναθετέος
ἀναθηλέω
ἀνάθημα
View word page
ἀναζώννυμι
ἀναζώννυμι to gird up:— Mid., ἀν. τὰς ὀσφύας to gird up oneʼs loins, NTest.
ShortDef
to gird up
Debugging
Headword:
ἀναζώννυμι
Headword (normalized):
ἀναζώννυμι
Headword (normalized/stripped):
αναζωννυμι
IDX:
2193
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2194
Key:
a)nazw/nnumi
Data
{'content': 'ἀναζώννυμι\n to gird up:— Mid., ἀν. τὰς ὀσφύας to gird up oneʼs loins, NTest.', 'key': 'a)nazw/nnumi'}