Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ναυπηγήσιμος
ναυπηγία
ναυπηγικός
ναυπήγιον
ναυπηγός
Ναυπλία
Ναυπλιεύς
ναύπορος
ναυπόρος
ναυσθλόω
ναυσικλειτός
ναυσικλυτός
ναυσιπέρατος
ναυσίπομπος
ναυσίπορος
ναυσιπόρος
ναυσίστονος
ναυσιφόρητος
ναῦς
ναύσταθμον
ναυστολέω
View word page
ναυσικλειτός
ναυσικλειτός ναυσι-κλειτός, ή, όν famed for ships, Od.
ShortDef
famed for ships
Debugging
Headword:
ναυσικλειτός
Headword (normalized):
ναυσικλειτός
Headword (normalized/stripped):
ναυσικλειτος
IDX:
21880
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21902
Key:
nausikleito/s
Data
{'content': 'ναυσικλειτός\n ναυσι-κλειτός, ή, όν\n famed for ships, Od.', 'key': 'nausikleito/s'}