Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ναυάγιον
ναυαγός
ναυαρχέω
ναυαρχία
ναυαρχίς
ναύαρχος
ναυβάτης
ναύδετον
ναυκληρέω
ναυκληρία
ναυκλήριον
ναύκληρος
ναύκραρος
ναυκρατέω
ναυκρατής
Ναύκρατις
ναυκράτωρ
ναῦλος
ναυλοχέω
ναύλοχος
ναυμαχέω
View word page
ναυκλήριον
ναυκλήριον ναυκλήριον, ου, τό, from ναύκληρος the ship of a ναύκληρος, Dem. = ναύσταθμος, Eur.
ShortDef
ship of a ναύκληρος
Debugging
Headword:
ναυκλήριον
Headword (normalized):
ναυκλήριον
Headword (normalized/stripped):
ναυκληριον
IDX:
21852
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21874
Key:
nauklh/rion
Data
{'content': 'ναυκλήριον\n ναυκλήριον, ου, τό,\n from ναύκληρος\n the ship of a ναύκληρος, Dem.\n = ναύσταθμος, Eur.', 'key': 'nauklh/rion'}