Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ναυαγία
ναυάγιον
ναυαγός
ναυαρχέω
ναυαρχία
ναυαρχίς
ναύαρχος
ναυβάτης
ναύδετον
ναυκληρέω
ναυκληρία
ναυκλήριον
ναύκληρος
ναύκραρος
ναυκρατέω
ναυκρατής
Ναύκρατις
ναυκράτωρ
ναῦλος
ναυλοχέω
ναύλοχος
View word page
ναυκληρία
ναυκληρία ναυκληρία, ἡ, from ναύκληρος a seafaring life, ship-owning, Arist. poet. a voyage, Eur.:— an adventure, enterprise, Eur. a ship, Eur.
ShortDef
a seafaring life, ship-owning
Debugging
Headword:
ναυκληρία
Headword (normalized):
ναυκληρία
Headword (normalized/stripped):
ναυκληρια
IDX:
21851
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21873
Key:
nauklhri/a
Data
{'content': 'ναυκληρία\n ναυκληρία, ἡ,\n from ναύκληρος\n a seafaring life, ship-owning, Arist.\n poet. a voyage, Eur.:— an adventure, enterprise, Eur.\n a ship, Eur.', 'key': 'nauklhri/a'}