Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ναυαγέω
ναυαγία
ναυάγιον
ναυαγός
ναυαρχέω
ναυαρχία
ναυαρχίς
ναύαρχος
ναυβάτης
ναύδετον
ναυκληρέω
ναυκληρία
ναυκλήριον
ναύκληρος
ναύκραρος
ναυκρατέω
ναυκρατής
Ναύκρατις
ναυκράτωρ
ναῦλος
ναυλοχέω
View word page
ναυκληρέω
ναυκληρέω ναυκληρέω, to be a shipowner, Ar., Xen. metaph., ν. πόλιν to manage, govern, Aesch., Soph. from ναύκληρος

ShortDef

to be a shipowner

Debugging

Headword:
ναυκληρέω
Headword (normalized):
ναυκληρέω
Headword (normalized/stripped):
ναυκληρεω
IDX:
21850
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21872
Key:
nauklhre/w

Data

{'content': 'ναυκληρέω\n ναυκληρέω,\n to be a shipowner, Ar., Xen.\n metaph., ν. πόλιν to manage, govern, Aesch., Soph.\n from ναύκληρος', 'key': 'nauklhre/w'}