Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ναστός
ναυαγέω
ναυαγία
ναυάγιον
ναυαγός
ναυαρχέω
ναυαρχία
ναυαρχίς
ναύαρχος
ναυβάτης
ναύδετον
ναυκληρέω
ναυκληρία
ναυκλήριον
ναύκληρος
ναύκραρος
ναυκρατέω
ναυκρατής
Ναύκρατις
ναυκράτωρ
ναῦλος
View word page
ναύδετον
ναύδετον ναύ-δετον, ου, τό, δέω a shipʼs cable, Eur.

ShortDef

a ship's cable

Debugging

Headword:
ναύδετον
Headword (normalized):
ναύδετον
Headword (normalized/stripped):
ναυδετον
IDX:
21849
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21871
Key:
nau/deton

Data

{'content': 'ναύδετον\n ναύ-δετον, ου, τό,\n δέω\n a shipʼs cable, Eur.', 'key': 'nau/deton'}