Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νάρκισσος
νασμός
νάσσω
ναστός
ναυαγέω
ναυαγία
ναυάγιον
ναυαγός
ναυαρχέω
ναυαρχία
ναυαρχίς
ναύαρχος
ναυβάτης
ναύδετον
ναυκληρέω
ναυκληρία
ναυκλήριον
ναύκληρος
ναύκραρος
ναυκρατέω
ναυκρατής
View word page
ναυαρχίς
ναυαρχίς ναυαρχίς, ίδος, ἡ, from ναύαρχος the ship of the ναύαρχος, Polyb.
ShortDef
the ship of the ναύαρχος
Debugging
Headword:
ναυαρχίς
Headword (normalized):
ναυαρχίς
Headword (normalized/stripped):
ναυαρχις
IDX:
21846
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21868
Key:
nauarxi/s
Data
{'content': 'ναυαρχίς\n ναυαρχίς, ίδος, ἡ,\n from ναύαρχος\n the ship of the ναύαρχος, Polyb.', 'key': 'nauarxi/s'}