Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ναρκάω
νάρκη
νάρκισσος
νασμός
νάσσω
ναστός
ναυαγέω
ναυαγία
ναυάγιον
ναυαγός
ναυαρχέω
ναυαρχία
ναυαρχίς
ναύαρχος
ναυβάτης
ναύδετον
ναυκληρέω
ναυκληρία
ναυκλήριον
ναύκληρος
ναύκραρος
View word page
ναυαρχέω
ναυαρχέω ναυαρχέω, to command a fleet, Hdt., Xen. from ναύαρχος

ShortDef

to command a fleet

Debugging

Headword:
ναυαρχέω
Headword (normalized):
ναυαρχέω
Headword (normalized/stripped):
ναυαρχεω
IDX:
21844
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21866
Key:
nauarxe/w

Data

{'content': 'ναυαρχέω\n ναυαρχέω,\n to command a fleet, Hdt., Xen.\n from ναύαρχος', 'key': 'nauarxe/w'}