Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νάρθηξ
ναρκάω
νάρκη
νάρκισσος
νασμός
νάσσω
ναστός
ναυαγέω
ναυαγία
ναυάγιον
ναυαγός
ναυαρχέω
ναυαρχία
ναυαρχίς
ναύαρχος
ναυβάτης
ναύδετον
ναυκληρέω
ναυκληρία
ναυκλήριον
ναύκληρος
View word page
ναυαγός
ναυαγός ναυ-ᾱγός, όν ἔαγα perf. of ἄγνυμι shipwrecked, stranded, Lat. naufragus, Hdt., Eur.; ναυαγοὺς ἀναιρεῖσθαι to pick up the shipwrecked men, Xen.; ν. τάφος the grave of the shipwrecked, i. e. the sea, Anth. act. causing shipwreck, ἄνεμοι Anth.

ShortDef

shipwrecked, stranded

Debugging

Headword:
ναυαγός
Headword (normalized):
ναυαγός
Headword (normalized/stripped):
ναυαγος
IDX:
21843
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21865
Key:
nauago/s

Data

{'content': 'ναυαγός\n ναυ-ᾱγός, όν\n ἔαγα perf. of ἄγνυμι\n shipwrecked, stranded, Lat. naufragus, Hdt., Eur.; ναυαγοὺς ἀναιρεῖσθαι to pick up the shipwrecked men, Xen.; ν. τάφος the grave of the shipwrecked, i. e. the sea, Anth.\n act. causing shipwreck, ἄνεμοι Anth.', 'key': 'nauago/s'}