Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νάπη
νάπος
νᾶπυ
ναρδολιπής
νάρδος
ναρθηκοφόρος
νάρθηξ
ναρκάω
νάρκη
νάρκισσος
νασμός
νάσσω
ναστός
ναυαγέω
ναυαγία
ναυάγιον
ναυαγός
ναυαρχέω
ναυαρχία
ναυαρχίς
ναύαρχος
View word page
νασμός
νασμός νασμός, οῦ, ὁ, νάω a flowing stream, a stream, Eur.

ShortDef

a flowing stream, a stream

Debugging

Headword:
νασμός
Headword (normalized):
νασμός
Headword (normalized/stripped):
νασμος
IDX:
21837
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21859
Key:
nasmo/s

Data

{'content': 'νασμός\n νασμός, οῦ, ὁ,\n νάω\n a flowing stream, a stream, Eur.', 'key': 'nasmo/s'}