Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Νάξος
ναοπόλος
ναός
ναοφύλαξ
ναπαῖος
νάπη
νάπος
νᾶπυ
ναρδολιπής
νάρδος
ναρθηκοφόρος
νάρθηξ
ναρκάω
νάρκη
νάρκισσος
νασμός
νάσσω
ναστός
ναυαγέω
ναυαγία
ναυάγιον
View word page
ναρθηκοφόρος
ναρθηκοφόρος ναρθηκο-φόρος, ον φέρω carrying a νάρθηξ, a wand-bearer, πολλοί τοι ναρθηκοφόροι, Βάκχοι δέ τε παῦροι, i. e. there are many officials, but few inspired, Plat.

ShortDef

carrying a νάρθηξ

Debugging

Headword:
ναρθηκοφόρος
Headword (normalized):
ναρθηκοφόρος
Headword (normalized/stripped):
ναρθηκοφορος
IDX:
21832
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21854
Key:
narqhkofo/ros

Data

{'content': 'ναρθηκοφόρος\n ναρθηκο-φόρος, ον\n φέρω\n carrying a νάρθηξ, a wand-bearer, πολλοί τοι ναρθηκοφόροι, Βάκχοι δέ τε παῦροι, i. e. there are many officials, but few inspired, Plat.', 'key': 'narqhkofo/ros'}