Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Ναξιουργής
Νάξος
ναοπόλος
ναός
ναοφύλαξ
ναπαῖος
νάπη
νάπος
νᾶπυ
ναρδολιπής
νάρδος
ναρθηκοφόρος
νάρθηξ
ναρκάω
νάρκη
νάρκισσος
νασμός
νάσσω
ναστός
ναυαγέω
ναυαγία
View word page
νάρδος
νάρδος νάρδος, ἡ, a plant, nard, spikenard, nard-oil, Anth. Prob. a foreign word.

ShortDef

nard, spikenard, nard-oil

Debugging

Headword:
νάρδος
Headword (normalized):
νάρδος
Headword (normalized/stripped):
ναρδος
IDX:
21831
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21853
Key:
na/rdos

Data

{'content': 'νάρδος\n νάρδος, ἡ,\n a plant, nard, spikenard, nard-oil, Anth.\n Prob. a foreign word.', 'key': 'na/rdos'}