Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Νάξιος
Ναξιουργής
Νάξος
ναοπόλος
ναός
ναοφύλαξ
ναπαῖος
νάπη
νάπος
νᾶπυ
ναρδολιπής
νάρδος
ναρθηκοφόρος
νάρθηξ
ναρκάω
νάρκη
νάρκισσος
νασμός
νάσσω
ναστός
ναυαγέω
View word page
ναρδολιπής
ναρδολιπής ναρδο-λῐπής, ές λίπος anointed with nard-oil, Anth.

ShortDef

anointed with nard-oil

Debugging

Headword:
ναρδολιπής
Headword (normalized):
ναρδολιπής
Headword (normalized/stripped):
ναρδολιπης
IDX:
21830
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21852
Key:
nardoliph/s

Data

{'content': 'ναρδολιπής\n ναρδο-λῐπής, ές\n λίπος\n anointed with nard-oil, Anth.', 'key': 'nardoliph/s'}