Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νανοφυής
Νάξιος
Ναξιουργής
Νάξος
ναοπόλος
ναός
ναοφύλαξ
ναπαῖος
νάπη
νάπος
νᾶπυ
ναρδολιπής
νάρδος
ναρθηκοφόρος
νάρθηξ
ναρκάω
νάρκη
νάρκισσος
νασμός
νάσσω
ναστός
View word page
νᾶπυ
νᾶπυ = σίναπι; ν. βλέπειν Ar.; cf. κάρδαμον.
ShortDef
mustard
Debugging
Headword:
νᾶπυ
Headword (normalized):
νᾶπυ
Headword (normalized/stripped):
ναπυ
IDX:
21829
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21851
Key:
na=pu
Data
{'content': 'νᾶπυ\n = σίναπι; ν. βλέπειν Ar.; cf. κάρδαμον.', 'key': 'na=pu'}