Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νᾶνος
νανοφυής
Νάξιος
Ναξιουργής
Νάξος
ναοπόλος
ναός
ναοφύλαξ
ναπαῖος
νάπη
νάπος
νᾶπυ
ναρδολιπής
νάρδος
ναρθηκοφόρος
νάρθηξ
ναρκάω
νάρκη
νάρκισσος
νασμός
νάσσω
View word page
νάπος
νάπος νάπος, εος, τό, later form of νάπη, Soph., Eur., Xen.
ShortDef
valley
Debugging
Headword:
νάπος
Headword (normalized):
νάπος
Headword (normalized/stripped):
ναπος
IDX:
21828
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21850
Key:
na/pos
Data
{'content': 'νάπος\n νάπος, εος, τό,\n later form of νάπη, Soph., Eur., Xen.', 'key': 'na/pos'}